Μάθε γιατί ερωτεύεσαι το λάθος άνθρωπο!

Ας ξεκινήσουμε από το αυτονόητο: επιλέγουμε αυτόν που ερωτευόμαστε.
Και έρωτας ίσον μαγεία, ηλεκτρισμός, πάθος, επιθυμία, ανάγκη, «αρρώστια», κόλπο για τη διαιώνιση του είδους, έντονη διέγερση, «μεθύσι», «πυρετός», «κάτι που δεν μπορείς να δεις, αλλά να νιώσεις», «ένας χημικός τύπος» – oι απαντήσεις στη SOS ερώτηση των παλιών, κοριτσίστικων σχολικών λευκωμάτων, συνοψίζουν τι σκεφτόμαστε για το θέμα.
Όμως τι στ’ αλήθεια πυροδοτεί αυτή την πλατωνική «θεία τρέλα»; Τι μας ζαλίζει και μας ξεμυαλίζει, τι μας κάνει να παραληρούμε; Και γιατί ο έρωτας μας στοχεύει πάντα αυτόν τον Έναν άνθρωπο και όχι κάποιον άλλο, ο οποίος θεωρητικά θα ήταν καλύτερος για μας; Η απάντηση συνήθως είναι ένα αμήχανο σήκωμα των ώμων και η παραπομπή-κλισέ στον άτακτο φτερωτό γιο της Αφροδίτης, που πετάει απρογραμμάτιστα τα βέλη του από “δω κι από “κει. «Ο έρωτας είναι τυφλός», λέμε. Είναι όμως;
Οι πιο καχύποπτοι διαφωνούν. Στο βιβλίο Πώς Και Γιατί Ερωτευόμαστε (εκδ. Περίπλους), η διάσημη ψυχολόγος Αyala Alach Pines, «καταναλώνει» περισσότερες από 200 σελίδες για να εξηγήσει πως δεν ερωτευόμαστε ποτέ τυχαία ή κατά λάθος. Το αντίθετο. Επιλέγουμε πολύ προσεκτικά τους συντρόφους μας, παρότι αυτή η επιλογή είναι εν μέρει μόνο συνειδητή. Που σημαίνει εν ολίγοις πως όποια λάθη κάνουμε είναι, κατά βάση, «λάθη κρίσεως». Μπορεί να μην το ξέρουμε, αλλά είμαστε υπεύθυνες για την ευτυχία ή τη δυστυχία μας. Τρομακτικό;
Το ότι ερωτευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά, δεν σημαίνει πως τα κριτήριά μας δεν ποικίλλουν – ή μάλλον σημαίνει ακριβώς αυτό. Ένα εκατομμύριο πράγματα, απαιτήσεις, προσδοκίες, κρυφές σκέψεις, άτυπα «συμβόλαια» και ψιλά γραμματάκια παίζουν ρόλο στο «ποιος ερωτεύεται ποιον», από τις πιο απλές (ηλικία, ύψος, βάρος, χρώμα ματιών, φυλή, εθνικότητα κ.λπ.), μέχρι τις πιο σύνθετες (ευφυΐα, γνωστική περιπλοκότητα, μόρφωση, λεκτική ικανότητα, τάξη, επαγγελματική και κοινωνική επιτυχία, συναισθηματική στάση ως προς το θρήσκευμα, κοινές αξίες κ.λπ.).
Η άλλη εξίσου δημοφιλής θεωρία επιλογής συντρόφου είναι η ψυχαναλυτική, η οποία έχει να κάνει με τα γονεϊκά μας πρότυπα και ιδίως με τη μητέρα – τον πρώτο άνθρωπο με τον οποίο δημιουργούμε «συμβιωτικό δεσμό» στη ζωή μας. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι, ιδίως της φροϊδικής σχολής, επιμένουν πως η προσήλωση, ο βαθμός προσκόλλησης και εν γένει η σχέση μας με τον «πρωταρχικό μας φροντιστή» στη βρεφική μας ηλικία, ασκούν βαθιά επιρροή στις ερωτικές μας επιλογές όταν ενηλικιωνόμαστε.
Μία απάντηση είναι γιατί δεν βλέπουμε ήδεν θέλουμε να το δούμε. Αλλά και αν δούμε το λάθος, από έναν ολόκληροκόσμο, σκληρό, κακό και τρομακτικό, όλες μας τείνουμε να επιλέγουμε τοκακό που ξέρουμε, αυτό με το οποίο είμαστε εξοικειωμένες. Αν, π.χ., το παρελθόν μας ήταν γεμάτο αισθήματα απόρριψης, τότε θα τείνουμε να επιλέγουμε συντρόφους που θα μας καλλιεργούν αισθήματα μειονεξίας, που θα ενισχύουν τη χαμηλή μας αυτοεκτίμηση και την τάση μας για αυτοκριτική. Ένας πατέρας, π.χ., καταθλιπτικός που μας υποχρέωσε νααναλάβουμε υποστηρικτικό ρόλο, θα μας σπρώξει πιθανόν να αναλάβουμε τορόλο «νοσοκόμας» και στους μελλοντικούς συντρόφους μας.
«Συναισθηματική ωριμότητα», σημαίνει πως μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα κίνητρα, τις ταυτίσεις μας, την ιστορία μας, τις συναισθηματικές μας «αποσκευές».
Η απάντηση στην ερώτηση «Πώς επιλέγουμε σύντροφο», δεν είναι μοναδική, αλλά έχει μια περιοδικότητα –έτσι τουλάχιστον πιστεύει η ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια κ. Μαριέττα Πεπελάση.
«To κριτήριο επιλογής συντρόφου αλλάζει, πιστεύω, ανάλογαμε την εποχή και τις ανάγκες της. Άλλο ήταν το ’60, άλλο το ’80, άλλο το 2014. Η οικονομική συγκυρία παίζει επίσης πολύ μεγάλο ρόλο. Το ’60 οιγυναίκες διάλεγαν συνήθως άντρες μεγαλύτερους, επιτυχημένους,«δημιουργημένους» άντρες, που θα μπορούσαν να τις συντηρήσουν – η ίδια,κατά κανόνα περιοριζόταν σε ρόλο καλής συζύγου, νοικοκυράς και μάνας. Το 1980, η χειραφετημένη, εργαζόμενη γυναίκα επιλέγει νεότερους άντρες,δημιουργικούς, φιλόδοξους.
Και αν έπρεπε να διαλέξουμε ένα, το σημαντικότερο ίσως, λάθος που κάνουμε «αναζητώντας τον άντρα της ζωής μας»;